- άψιλος
- -η, -οαυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα, απένταρος, αδέκαρος: Ζήτησε από το φίλο του δανεικά, γιατί δυο μέρες τώρα ήταν άψιλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αψιλία — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στις δυτικές πλαγιές των βουνών του Καυκάσου έως τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Σήμερα η περιοχή αυτή είναι τμήμα της Γεωργίας. Οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί, ενώ η περιοχή υπαγόταν διοικητικά στη χώρα των Λατών που… … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek